κατάφωρος

κατάφωρος
-η, -ο (Α κατάφωρος, -ον)
1. καταφανής, ολοφάνερος, εξόφθαλμος («κατάφωρη αδικία»
2. αυτός που φωράται, που ανακαλύπτεται «επ' αυτοφώρω» να κάνει κάτι
αρχ.
κατάφορος*.
επίρρ...
κατάφωρα και καταφώρως
ολοφάνερα, καταφανώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -φωρος (< φώρ, -ός «κλέφτης»), πρβλ. αυτό-φωρος, περί-φωρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατάφωρος — detected masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάφωρος — η, ο επίρρ. α (για επίμεμπτες πράξεις), ολοφάνερος: Κατάφωρη παραβίαση του ελληνικού εναέριου χώρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάφωρον — κατάφωρος detected masc/fem acc sg κατάφωρος detected neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφωρότερος — κατάφωρος detected masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφώροις — κατάφωρος detected masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφώρους — κατάφωρος detected masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφώρῳ — κατάφωρος detected masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάφωρα — κατάφωρος detected neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάφωροι — κατάφωρος detected masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτόφωρος — η, ο (Α αὐτόφωρος, ον) (για αδίκημα) που διαπιστώθηκε την ώρα που το εκτελούσε ο δράστης νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το αυτόφωρο το δικαστήριο που δικάζει αυτόφωρα αδικήματα 2. φρ. «επ αυτοφώρω» κατά την εκτέλεση του αδικήματος αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”