- κατάφωρος
- -η, -ο (Α κατάφωρος, -ον)1. καταφανής, ολοφάνερος, εξόφθαλμος («κατάφωρη αδικία»2. αυτός που φωράται, που ανακαλύπτεται «επ' αυτοφώρω» να κάνει κάτιαρχ.κατάφορος*.επίρρ...κατάφωρα και καταφώρωςολοφάνερα, καταφανώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -φωρος (< φώρ, -ός «κλέφτης»), πρβλ. αυτό-φωρος, περί-φωρος].
Dictionary of Greek. 2013.